ἐμβατηρίου

ἐμβατηρίου
ἐμβατήριος
of
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Προκόφιεφ, Σεργκέι Σεργκέγεβιτς — (Σονκόφκα, Αικατερίνοσλαβ 1891 – Μόσχα 1953). Pώσος συνθέτης. Από πολύ νεαρή ηλικία φανέρωσε το ταλέντο του μελετώντας, αρχικά με τη μητέρα του και συνεχίζοντας τις σπουδές του στο Ωδείο της Πετρούπολης όπου είχε δάσκαλο και τον Ρίμσκι Κόρσακοφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”